Η ετυμολογία της λέξης οστεοπόρωση προέρχεται από το οστούν (κόκκαλο) και τον όρο πορώδης (ο έχων πόρους), δηλαδή πορώδες οστό. Τη δεκαετία του 1830 ο Γάλλος παθολογοανατόμος Jean Lobstein επινόησε τον όρο οστεοπόρωση, ενώ ο Αμερικανός ενδοκρινολόγος Fuller Albright τη δεκαετία του 1940 συνέδεσε την οστεοπόρωση με την μετεμμηνοπαυσιακή κατάσταση. Είναι μία χρόνια πάθηση που σχετίζεται με τον μεταβολισμό των οστών και σκελετικές διαταραχές. Παρατηρείται σταδιακή μείωση της οστικής πυκνότητας και ποιότητας αυτών, με συνέπεια να γίνονται πιο εύθραυστα, μαλθακά και λεπτά τα οστά. Το αποτέλεσμα, σε προχωρημένο στάδιο, είναι το κάταγμα οστικού ιστού (π.χ. ισχίο, σπόνδυλοι, πλευρά, αντιβράχιο κλπ). Η νόσος αφορά τόσο στις γυναίκες όσο και τους άνδρες.
Πριν από την δεκαετία του ’80, η κλασσική ιατρική δεν έδινε τόση σημασία στην οστεοπόρωση γιατί θεωρούσε ότι ήταν ένα φυσικό επακόλουθο του γήρατος. Οι διαγνωστικές μέθοδοι και οι θεραπευτικές προσεγγίσεις της νόσου τότε, ήταν αναξιόπιστες και αναποτελεσματικές. Με το πέρας των χρόνων και μετά από ιατρικές έρευνες διαπιστώθηκε ότι, η οστεοπόρωση είναι σοβαρή, ενώ μπορεί να διαγνωσθεί και να αντιμετωπιστεί θεραπευτικά με πιο αποτελεσματικό τρόπο πέρα από κάποιο συμπλήρωμα ασβεστίου.
Εκτός από την οστεοπόρωση, υπάρχει και η οστεοπενία (ένας δείκτης αυξημένου κινδύνου για οστεοπόρωση), η οποία δεν θεωρείται από πολλούς ιδιαίτερα σημαντική. Η αλήθεια είναι ότι η οστεοπενία είναι οστεοπόρωση, απλά σε μικρότερο βαθμό. Μπορεί να διαγνωσθεί με το ίδιο τρόπο όπως η οστεοπόρωση (με αιματολογικές και ειδικές ακτινολογικές εξετάσεις) και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ανάλογες θεραπείες. Ουσιαστικά, η οστεοπενία είναι ο προάγγελος της οστεοπόρωσης.
Η οστική μάζα ενός ατόμου φθάνει στα 35 του έτη στα υψηλότερα επίπεδα. Μετά την ηλικία των 35, αρχίζει βαθμιαία η επιδείνωση της αρχιτεκτονικής του οστίτη ιστού και η μείωση της οστικής μάζας με λίγο πιο γρήγορο ρυθμό στις γυναίκες αργότερα (σε μεγάλη ηλικία), από ότι στους άνδρες. Η οστεοπόρωση δεν έχει συμπτώματα. Σε προχωρημένα στάδια όμως, όταν προκύψει οστεοπορωτικό κάταγμα (οι πτώσεις εδώ, ειδικά στα άτομα της τρίτης ηλικίας, είναι επίφοβες), είναι επικίνδυνο γιατί μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμένη κινητικότητα ή αναπηρία, με ίσως έντονους πόνους, πνευμονική εμβολή, εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση και σε πρόωρη θνησιμότητα. Τα αίτια που μπορεί να συμβάλλουν στην οστεοπόρωση είναι πολλά και διάφορα, όπως:
- Η εμμηνόπαυση στις γυναίκες, λόγω χαμηλών επιπέδων οιστρογόνων
- Η έλλειψη κίνησης ή άσκησης
- Η υπερβολική αθλητική δραστηριότητα
- Το αλκοόλ
- Το κάπνισμα
- Υπερβολική χρήση καφεΐνης
- Λάθος διατροφή (light προϊόντα, πολύ κρέας, πολύ αλάτι, υποσιτισμός, ανισορροπία Ω3 – Ω6 κλπ)
- Νευρογενής ανορεξία
- Δυσαπορρόφηση θρεπτικών συστατικών ή δυσανεξίες
- Οι διαταραχές του θυρεοειδή
- Η αφαίρεση των ωοθηκών χειρουργικά
- Ασθένειες των νεφρών
- Κάποιες κατηγορίες φαρμάκων (π.χ. χημειοθεραπεία, αντικαταθλιπτικά, αντιεπιληπτικά, αντιόξινα κ.α)
- Κληρονομικότητα (οικογενής προδιάθεση)
- Η σωματοδομή του ανθρώπου (οι λιπόσαρκοι είναι πιο επιρρεπείς στην οστεοπόρωση)
- Ιστορικό καταγμάτων
- Ρευματολογικές διαταραχές
- Διαταραχές του αίματος (π.χ. αναιμία, λευχαιμία, αιμοφιλία κλπ)
- Σκελετικές διαταραχές (σκολίωση, κύφωση κλπ)
- Ανεπάρκεια βιταμίνης D
- Δυσαπορρόφηση ασβεστίου και παραμονή αυτού στα οστά
- Έλλειψη βιταμινών και μετάλλων (ασβέστιο, μαγνήσιο, φώσφορο, χαλκό, βόριο, Ω3 κλπ)
- Βαρέα μέταλλα (ιδιαίτερα κάδμιο και μόλυβδος)
- Η φυλή (οι λευκοί είναι πιο επιρρεπείς από τους μαύρους, λόγω μεγαλύτερης οστικής μάζας).
Μέχρι πριν λίγα χρόνια, είπαμε ότι δεν απασχολούσε ιδιαίτερα την ιατρική κοινότητα η οστεοπόρωση. Σήμερα, η συμβατική ιατρική, στα πλαίσια της πρόληψης και της θεραπείας, με σκοπό την αναστολή της εξέλιξης της νόσου προτείνει, πέρα από τις διαγνωστικές εξετάσεις: άσκηση και περπάτημα, ισορροπημένη διατροφή, συμπληρώματα ασβεστίου & βιταμίνης D (τα τελευταία χρόνια, κάποιοι γιατροί προτείνουν και Κ2 μαζί με D3), διφωσφονικά φάρμακα, διαλύματα για μυοσκελετικές παθήσεις και άλλα χημικά σκευάσματα.
Η Παραδοσιακή Κινέζικη Ιατρική (TCM) θεωρεί ότι η οστεοπόρωση μπορεί να προκύψει κυρίως από ανεπάρκεια της ενέργειας yin ή yang ή jing των νεφρών, η οποία παρατηρείται όχι μόνο σε ηλικιωμένα άτομα αλλά και σε νεότερα. Η νόσος αντιμετωπίζεται με βελονισμό, γυμναστική, ειδική διατροφή που τονώνει τα νεφρά όπως: κυρίως μαύρα ή σκούρα όσπρια (π.χ. φακές beluga, μαύρα φασόλια κ.α), δημητριακά (π.χ. αμάρανθος, ντίκελ, καλαμπόκι κλπ), λαχανικά, σκούρα ή κόκκινα φρούτα (π.χ. μαύρη σταφίδα, bluberry, billberry, σμέουρα κ.α) ψάρια – θαλασσινά, λευκά ή κίτρινα τυριά, σουσάμι κ.α, ενώ τα βότανα που συστήνει είναι: πολυκόμπι, lui jiao, gui ban, ren shen, shu di huang, gui ban jiao, chuan niu xi κλπ, όλα αυτά ανάλογα βέβαια την αιτία, την ιδιοσυγκρασία και την εποχή.
Η φυσικοπαθητική, όπως και πολλές άλλες εναλλακτικές – φυσικές θεραπείες, υποστηρίζουν ότι η οστεοπόρωση μπορεί να προληφθεί, αλλά και να φτάσει σε πολύ καλά θεραπευτικά επίπεδα, ακολουθώντας τα εξής, με την βοήθεια πάντα ενός ειδικού θεραπευτή:
- Σωστή διατροφή
- Άσκηση και περπάτημα
- Λήψη Βιταμίνης D3 & K2 (η Κ2 είναι απαραίτητη για την απορρόφηση του ασβεστίου & φωσφόρου, όπως και για την μεταφορά τους στον ιστό στόχο)
- Ασβέστιο & φώσφορο (βασικά συστατικά των οστών)
- Μαγνήσιο (απαραίτητο συστατικό των οστών)
- Βόριο (ιχνοστοιχείο, το οποίο βοηθάει στο μεταβολισμό του ασβεστίου, του μαγνησίου και της βιταμίνης D, όπως και στη φυσική σύνθεση των οιστρογόνων)
- Πυρίτιο (βοηθάει στην απορρόφηση του ασβεστίου και στην σύνθεση των οστών)
- Ψευδάργυρο & χαλκό (συστατικά του οστίτη ιστού)
- Ω3 λιπαρά οξέα (συμβάλλουν στην ανοικοδόμηση των οστών)
- Κουρκουμίνη (συμβάλλει σημαντικά στην οστική πυκνότητα)
- Ρεσβερατρόλη & κουερσετίνη (αντιοξειδωτικά που προστατεύουν τα οστά)
- Ισοφλαβόνες (φυτικά οιστρογόνα)
- Πολυκόμπι & σύμφυτο (το σύμφυτο θέλει προσοχή στην δοσολογία λόγω τοξικότητας)
- Λυσίνη (μειώνει την νεφρική απέκκριση του ασβεστίου)
- DHEA (ορμόνη των επινεφριδίων που συμβάλλει στην αύξηση της οστικής πυκνότητας)
Πηγές: https://el.wikipedia.org, https://www.onmed.gr, https://www.isoplus.gr, https://wikihealth.gr, https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov