Η χοληστερίνη ή χοληστερόλη αλλιώς, είναι ένα λιπίδιο, μία κηρώδης στερόλη που βρίσκεται φυσιολογικά στη μεμβράνη των κυττάρων όλων των ιστών του σώματος, όπως και στο πλάσμα του αίματος όλων των ζώων. Μικρότερες ποσότητες χοληστερίνης υφίστανται και στις μεμβράνες των φυτών. Το μεγαλύτερο μέρος της παράγεται στο ήπαρ και ένα μικρότερο στο λεπτό έντερο. Εν συνεχεία, τα όργανα αυτά εκλύουν τη χοληστερόλη στο αίμα, όπου δεσμεύεται από τις πρωτεΐνες του αίματος, ενώ μεταφέρεται στον οργανισμό σε μόρια λιποπρωτεϊνών (δηλαδή μόρια λίπους και πρωτεΐνης) εκεί που είναι απαραίτητη. Επομένως: η HDL (High Density Lipoprotein) συνίσταται από πολύ μικρά μόρια λιποπρωτεΐνης απ’ ότι η LDL (Low Density Lipoprotein) λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας, ενώ η VLDL (Very Low Density Lipoprotein) λιποπρωτεΐνη από πολύ χαμηλής πυκνότητας μόρια.
Παρά το μέγεθος τους, οι LDL και VLDL διαπερνούν τα ηπατικά κολποειδή-τριχοειδή κανάλια αίματος και εισέρχονται στα ηπατοκύτταρα. Εκεί αναδομούνται και έπειτα μεταφέρονται είτε στην χοληδόχο κύστη προκειμένου να αποθηκευτούν εκεί, είτε εκκρίνονται στο λεπτό έντερο (δωδεκαδάκτυλο). Άρα το μεγαλύτερο μέρος της χοληστερόλης που λαμβάνουμε σε ένα γεύμα, απορροφάται από το λεπτό έντερο και αποστέλλεται στο ήπαρ. O οργανισμός παράγει περίπου ½ -1 γραμμάριο ημερησίως, ανάλογα με την ποσότητα που χρειάζεται. Μόνο 5% της χοληστερόλης κυκλοφορεί στο αίμα. Η υπόλοιπη χρησιμοποιείται από τα κύτταρα του οργανισμού για διάφορες δραστηριότητες.
Σε πολλές βιοχημικές διαδικασίες χρησιμεύει ως πρώτη ύλη, όπως στην παρασκευή της προβιταμίνης D3 και το σχηματισμό ορμονών. Ακόμα, όταν προκαλούνται τραύματα στις αρτηρίες ή τα αγγεία, η χοληστερόλη λειτουργεί επουλωτικά, επιδιορθώνει τα κύτταρα, ενώ παράλληλα βοηθάει στο να παραχθούν ορμόνες. Ο γενικός ιατρός Μάλκολμ Κέντρικ (από το νοσηλευτικό όμιλο Central East Cheshire Trust) υποστηρίζει πως: “ η χοληστερόλη δεν αποτελεί παράγοντα κινδύνου, αλλά είναι απλά ένας δείκτης και ότι οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας με υψηλή LDL, ζουν περισσότερο και έχουν λιγότερη καρδιοπάθεια”.
Η αλήθεια είναι ότι η χοληστερόλη αποτελεί βασική δομική ουσία όλων των κυττάρων μας. Είναι απαραίτητη για όλες τις μεταβολικές διεργασίες και ουσιώδης για την ίδια την ζωή μας. Επειδή είναι τόσο σημαντική ουσία για τον οργανισμό, παράγεται από όλα μας τα κύτταρα. Μια υγιής καρδιά αποτελείται κατά 10% από αμιγή χοληστερόλη (αν αφαιρεθεί το νερό). Ο εγκέφαλός μας συνίσταται από ακόμη μεγαλύτερα ποσοστά χοληστερόλης, ενώ η τελευταία αποτελεί το 50% των επινεφριδίων μας. Επίσης, το μητρικό γάλα (απαραίτητο για την ανάπτυξη του βρέφους) περιέχει διπλάσια χοληστερόλη απ’ ότι το αγελαδινό. Επομένως η χοληστερόλη:
- Είναι απαραίτητη για τον σχηματισμό των χολικών οξέων που προάγουν την πέψη των λιπών και προλαμβάνουν την παχυσαρκία.
- Είναι σημαντική για την ανάπτυξη του εγκεφάλου.
- Παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη νευρικών συνδέσμων του εγκεφάλου.
- Προστατεύει από τον εκφυλισμό των νεύρων και συμβάλλει στο σχηματισμό και την προστασία των νευρώνων.
- Επανορθώνει και σφραγίζει τις αρτηριακές αλλοιώσεις.
- Στηρίζει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
- Προσδίδει ελαστικότητα στα ερυθρά αιμοσφαίρια.
- Βοηθάει τον οργανισμό στη δημιουργία των ιστών των κυττάρων και την επανόρθωσή τους σε περίπτωση φθοράς.
- Σταθεροποιεί και προστατεύει τις κυτταρικές μεμβράνες.
- Αποτελεί το βασικό συστατικό των περισσότερων σεξουαλικών ορμονών.
- Θεωρείται απαραίτητη ουσία για τη σύνθεση της Vit.D από το δέρμα.
- Είναι το βασικό συστατικό για τη σύνθεση των στρεσογόνων ορμονών.
- Συντελεί στην πρόληψη της νεφροπάθειας από τους διαβητικούς.
Την χοληστερίνη όπως είδαμε, δεν την λαμβάνουμε μόνο από εξωτερικές πηγές, είμαστε σε θέση να την παράγουμε και εμείς οι ίδιοι. Η αυξημένη ζήτηση για χοληστερόλη καλύπτεται από το ήπαρ, το οποίο έχει την δυνατότητα, να αυξήσει την παραγωγή χοληστερόλης κατά 400%, εφόσον έχει κριθεί αναγκαίο. Δεν αρκεί μόνο κάποιος να έχει τάση ή γενετική προδιάθεση για χοληστερίνη (κληρονομική) ή να εμφανίζει πρωτοπαθή υπερχοληστερολαιμία (ιδιοσυγκρασιακά), αφού η κληρονομικότητα έχει περιορισμούς. Οι εξωγενείς παράγοντες (όπως θα δούμε παρακάτω) κυρίως είναι αυτοί που διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα. Με βάση αυτή τη θέση, αν διατηρούμε το ήπαρ καθαρό (αποτοξινωμένο) και λειτουργικό δεν θα έχουμε κανένα οργανικό θέμα.
Όταν οι ελεύθερες ρίζες χαλάνε τα αγγεία και το συκώτι θα πρέπει να αντλήσει χοληστερίνη για να επουλώσει το αγγείο, έχουμε αύξηση χοληστερίνης. Οι στατίνες (συμβατικά φάρμακα που μειώνουν τη χοληστερίνη) σταματούν την παραγωγή της από το ήπαρ στο αγγείο και ειδικά την LDL που πάει στο αγγείο (ενώ η HDL επιστρέφει από το αγγείο στο ήπαρ). Στην προσπάθειά μας να μειώσουμε τη χοληστερόλη με στατίνες, διαταράσσουμε αυτούς τους ζωτικής σημασίας μηχανισμούς παραγωγής της, με αποτέλεσμα να προκύπτουν σοβαρά θέματα υγείας. Οπότε ο οργανισμός αυξάνει τα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα, για να μας προστατεύσει. Η μείωσή της με συνθετικά φάρμακα (αντιλιπιδαιμικοί παράγοντες), προκαλεί πρώτα απ’ όλα διαταραχή της παραγωγής των στεροειδών ορμονών των επινεφριδίων. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει:
- Διαταραχές σακχάρου του αίματος
- Διαταραχές στην θυρεοειδική λειτουργία
- Αναπνευστικές δυσκολίες
- Οίδημα στο σώμα
- Χρόνιες φλεγμονές
- Μυαλγίες και μυοπάθειες
- Ανεπάρκειες μετάλλων και ιχνοστοιχείων
- Δυσκολία επούλωσης
- Αλλεργίες
- Άσθμα
- Σοβαρές εγκεφαλικές διαταραχές
- Μειωμένη λίμπιντο
- Διαταραχές αναπαραγωγικού συστήματος ή υπογονιμότητα.
Η χοληστερίνη και η λιποπρωτεΐνη (α) προστατεύουν το αγγείο (σαν «τσιμέντο»). Όταν όμως υπάρχουν επιβαρυντικοί παράγοντες (π.χ. κάπνισμα, αλκοόλ, καφές, κακή διατροφή, φάρμακα, στρες) στενεύει το αγγείο και μπορεί να προκύψει αρτηριακή πίεση (λόγω αθηρωμάτωσης) ή να ανέβει και η χοληστερίνη. Μόνο το 20% ευθύνεται η τροφή, το 80% παράγεται από το σώμα. Σήμερα τα φυσιολογικά επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα κυμαίνονται γύρω στα 180 (πολύ λιγότερο απ’ ότι ήταν πρώτα στα 200, και παλαιότερα στα 240).
Αν η διατροφή μας περιλαμβάνει πολλά όξινα τρόφιμα όπως ζωική πρωτεΐνη, ζάχαρη και trans λιπαρά, οι κυτταρικές μεμβράνες αλλοιώνονται και χρίζουν επιδιόρθωσης. Για να πραγματοποιήσει αυτή την επιδιόρθωση, ο οργανισμός εκλύει κορτικοειδείς ορμόνες, ώστε να διοχετευθεί η επιπρόσθετη ποσότητα χοληστερόλης στα κύτταρα που την χρειάζονται. Τα πιο επικίνδυνα είναι τα trans λιπαρά (μαργαρίνες, υδρογονωμένα λίπη, τηγανητά και γλυκά εμπορίου, fast food, τρόφιμα με κενές θερμίδες όπως τα γαριδάκια, πατατάκια κ.ά.) τα οποία δεν ανεβάζουν μόνο την χοληστερίνη και τα τριγλυκερίδια, αλλά κυρίως δημιουργούν αθηρωματικές αλλοιώσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατη ιατρική έρευνα του Harvard, οι γυναίκες που καταναλώνουν μαργαρίνη, έχουν 53% αυξημένο κίνδυνο για καρδιοπάθεια, συγκριτικά με τις γυναίκες που προσλαμβάνουν ίδια ποσότητα ζωικού βουτύρου. Η μαργαρίνη δεν αυξάνει μόνο την LDL αλλά μειώνει και την HDL. Είναι τόσο πολύ επεξεργασμένο προϊόν (είναι ουσιαστικά ανθεκτικό στην αποσύνθεση), που αν είχε ένα μόριο υδρογόνου επιπλέον, θα ήταν πλαστικό. Τα έντομα και τα βακτήρια δεν το πλησιάζουν, αφού δεν μπορούν να το διασπάσουν. Μπορεί να διατηρηθεί για πολλά χρόνια, εξωτερικά και εσωτερικά από τον ανθρώπινο οργανισμό. Βέβαια αυτό ισχύει για όλα τα τεχνητά λίπη.
Αν όμως ένα υγιές άτομο κατανάλωνε 100 gr βούτυρο ημερησίως, θα λάμβανε 240 mg χοληστερόλη, από τα οποία μόνο το 30 – 60% θα το απορροφούσε το λεπτό έντερο (δηλαδή 90 mg χοληστερόλης σε καθημερινή βάση). Από αυτή την ποσότητα, μόνο τα 12 mg θα κατέληγαν στο αίμα, όπου αυξάνονται τα επίπεδα χοληστερόλης μόλις κατά 0,2%. Αναλογικά, ο οργανισμός μας παράγει 400 φορές περισσότερη χοληστερόλη απ’ όση θα λαμβάναμε τρώγοντας 100 gr βούτυρο. Έτσι, αν προσλάβουμε μεγαλύτερη ποσότητα χοληστερόλης από τη συνήθη, τα επίπεδα χοληστερόλης του αίματος αυξάνονται. Όμως ο οργανισμός για να εξισορροπήσει αυτή την αύξηση, μειώνει αυτομάτως την ενδογενή παραγωγή χοληστερόλης.
Μέχρι πρότινος, πίστευε η ιατρική κοινότητα ότι τα κορεσμένα λίπη (π.χ. κρόκος αβγού, λάδι καρύδας, λίπος κατσίκας κλπ) ευθύνονται για διάφορες καρδιοπάθειες και τύπους καρκίνου. Αποδείχθηκε αυτό ότι είναι μύθος και μάλιστα σήμερα θεωρούνται απαραίτητα για την υγεία μας, ενώ σε μικρές ποσότητες βοηθάνε στην παραγωγή φωσφολιπιδίων στον εγκέφαλο, προστατεύουν το ήπαρ από τις τοξίνες και μειώνουν τα επίπεδα CRP (δείκτης φλεγμονής) και την λιποπρωτεϊνη (α) που ευθύνεται για καρδιοπάθειες. Επίσης τα μονοακόρεστα (π.χ. ελαιόλαδο, σησαμέλαιο κλπ) είναι επίσης χρήσιμα στον οργανισμό μας και σε μικρές ποσότητες, αρκεί να μην παραμαγειρευτούν γιατί αλλοιώνονται.
Τα πολυακόρεστα όπως τα Ω6 (π.χ. καλαμποκέλαιο, σογιέλαιο, ηλιέλαιο κ.ά.) τα οποία όταν υποβληθούν σε επεξεργασία (π.χ. βιομηχανοποιημένα προϊόντα, κονσέρβες κλπ) ή θερμανθούν κατά το μαγείρεμα, οξειδώνονται εύκολα και δημιουργούν ελεύθερες ρίζες στον οργανισμό, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν καρδιοπάθειες ή καρκίνο, και όχι τα κορεσμένα λίπη όπως προαναφέραμε. Ο καθηγητής και ερευνητής Bernard Henning υποστηρίζει ότι η υπερβολική ποσότητα Ω6 λιπαρών οξέων όπως έχουν τα πολυακόρεστα φυτικά λάδια συντελούν στην δημιουργία καρδιοπάθειας και αρτηριοσκλήρυνσης.
Ο πιο επιβαρυντικός παράγοντας που πυροδοτεί τον εγγενή μηχανισμό παραγωγής της χοληστερίνης είναι το στρες. Όταν ο άνθρωπος κλιθεί να αντιμετωπίσει ή να αντιδράσει σε στρεσογόνες καταστάσεις, τότε ο οργανισμός για να αμυνθεί, εκκρίνει αντίστοιχες ορμόνες. Το συκώτι παράγει επιπλέον χοληστερίνη σε μεγάλες ποσότητες, ενώ ο εγκέφαλος εξαντλείται από εξωτερικά ή εσωτερικά ερεθίσματα τα οποία αυξάνουν την χοληστερίνη στο αίμα πολύ περισσότερο από άλλους παράγοντες που έχουν ενοχοποιηθεί (διατροφή, έλλειψη άσκησης κλπ.) με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος.
Ο σύμφυτος και αυτορρυθμιστικός μηχανισμός της χοληστερόλης που φροντίζει για την υγεία μας ακόμη και υπό στρεσογόνες συνθήκες, διαταράσσεται αν ο οργανισμός αρχίσει να αποθηκεύει υπέρμετρη ποσότητα πρωτεΐνης στα ηπατικά κολποειδή (ή τριχοειδή κανάλια αίματος) τα οποία σχηματίζουν ένα δίκτυο. Όταν τα τελευταία αποφραχθούν εξαιτίας της υπέρμετρης ποσότητας αποθηκευμένων πρωτεϊνών, ο μηχανισμός που διασφαλίζει την ισορροπία της συγκέντρωσης χοληστερόλης στο αίμα καθίσταται ελαττωματικός. Συνεπώς αυξάνεται η συγκέντρωση της LDL και της VLDL στο αίμα, σε επίπεδα που αντικατοπτρίζουν αποφράξεις, φλεγμονώδεις καταστάσεις στα κολποειδή τριχοειδή του ήπατος και τις στεφανιαίες αρτηρίες. Οι LDL και VLDL εγκλωβίζονται στο κυκλοφορικό σύστημα, επειδή οι οδοί διαφυγής τους (δηλαδή τα κολποειδή τριχοειδή) είναι αποφραγμένες. Τα κολποειδή αποφράσσονται κυρίως με πρωτεΐνες.
Εξαιτίας των αλλοιώσεων που προκαλούνται από αυτά τα όξινα πρωτεϊνικά αποθέματα, ένα μεγάλο μέρος της ‘’κακής’’ χοληστερόλης (LDL) χρησιμοποιείται σαν επίδεσμος, προκειμένου να προληφθούν τα πολλαπλά καρδιακά επεισόδια. Ωστόσο, τελικά (εναπόθεση στην εναπόθεση) οι αρτηρίες γίνονται όλο και πιο άκαμπτες και αποφραγμένες. Ο άνθρωπος αυτός μπορεί να παράγει έως και διπλάσια ποσότητα LDL απ’ ότι ένα υγιές άτομο. Με την παρουσία των τοξικών ουσιών και την ανεπάρκεια των χολικών αλάτων (εξαιτίας της κακής πέψης), ένα μέρος του πλεονάσματος της χοληστερόλης σχηματίζει ενδοηπατικούς λίθους (οι οποίοι παράγονται μέσα στο ήπαρ).
Αυτοί οι λίθοι μειώνουν τη ροή της χολής και υπονομεύουν την πέψη των πρωτεϊνών και των λιπών. Γι’ αυτό κάθε γεύμα που περιέχει χοληστερόλη, αυξάνει την LDL που είναι ήδη εγκλωβισμένη στο αίμα. Η ύστατη προσπάθεια του οργανισμού να διατηρηθεί στη ζωή, προβλέπει συσσώρευση ολοένα και μεγαλύτερων ποσοτήτων χοληστερόλης στους χοληφόρους πόρους και τον ιστό του ήπατος, με επακόλουθο τη διόγκωση και τη λιπώδη διήθηση του συκωτιού καθώς και την προσκόλληση όσο το δυνατόν μεγαλύτερων ποσοτήτων χοληστερόλης στα αλλοιωμένα αρτηριακά τοιχώματα.
Γεγονός είναι ότι, οι πρωτεΐνες δεν επικάθονται μόνο στα κολποειδή και τα τριχοειδή αγγεία, αλλά και στις αρτηρίες όλου του οργανισμού. Επομένως ο κίνδυνος για υπέρταση ή έμφραγμα αυξάνεται σε μεγάλο βαθμό. Έτσι, αν αποφύγουμε τα λιπαρά από την διατροφή μας για να μειώσουμε τα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα, ή ακολουθήσουμε μία φαρμακευτική αγωγή με στατίνες, τότε τα αποτελέσματα θα είναι ελάχιστα έως μηδαμινά για την πρόληψη στεφανιαίας νόσου ή καρδιοπάθειας.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Leiden της Ολλανδίας: κάθε αύξηση 1 mmol (18, 01 mg/dL) στην ολική χοληστερόλη, συνεπάγεται με 15% μείωση της θνησιμότητας. Η μελέτη Framingham Heart Study στην Αμερική, κατέδειξε παρόμοια ευρήματα. Οι ίδιες αναφορές ισχύουν και για τα παιδιά. Η οδηγία που θα έπρεπε να δίνεται στους γονείς είναι να επιτρέψουν τη φυσιολογική αύξηση της χοληστερόλης. Αυτό μειώνει τον κίνδυνο θανάτου αλλά και νοσημάτων των παιδιών.
Επιπλέον, έχει διαπιστωθεί πως ή εντερική χλωρίδα και ορισμένα βακτήρια (λακτοβάκιλλοι) είναι πολύ σημαντικά για την μείωση της χοληστερίνης. Σε ένα επιστημονικό εργαστήριο της Αμερικής παρατήρησαν ότι κάποια στελέχη βακτηρίων μειώνουν την χοληστερίνη στο αίμα, και ότι η διατροφή δεν επηρεάζει την χοληστερίνη. Το συμπέρασμα αυτό προέκυψε μετά από χρόνια μελέτη που έκαναν οι ερευνητές γύρω από τους πολεμιστές Μασσάι της Αφρικής οι οποίοι κατανάλωναν κρέας και γάλα ενώ τα επίπεδα χοληστερίνης τους ήταν χαμηλά. Μετά από πειράματα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η εντερική χλωρίδα και τα βακτήρια που είχαν οι Μασσάι διατηρούσαν χαμηλά τα επίπεδα χοληστερίνης. Δεν είναι ενδιαφέρον?
Αντιθέτως, η xαμηλή χοληστερίνη φανερώνει ένα αδύναμο ανοσοποιητικό και αποτελεί αιτία δημιουργίας της κατάθλιψης. Η υποχοληστερολαιμία επίσης, συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο, διανοητικά νοσήματα, εγκεφαλικά, αυτοκτονία, επιθετική συμπεριφορά, παθήσεις του ήπατος, μείωση της σεροτονίνης, αναιμία και AIDS. Σχετίζεται επίσης και με υψηλά ποσοστά θνησιμότητας. Σε μεγάλα νοσοκομεία της Γερμανίας, όταν τα ποσοστά της χοληστερόλης έπεσαν στα 150 mg, οι 2 στους 3 ασθενείς απεβίωσαν. Επίσης η μακροβιότητα στους οίκους ευγηρίας συνδέεται με τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης. Ηλικιωμένοι με υψηλά επίπεδα χοληστερίνης ζουν περισσότερο και έχουν μειωμένες πιθανότητες να πεθάνουν από καρκίνο ή λοιμώξεις. Σύμφωνα με μελέτες, μειώνοντας τα επίπεδα χοληστερόλης με στατίνες και φιβράτες, αυξήθηκαν τα ποσοστά του καρκίνου του μαστού στις γυναίκες κατά 1400%.
Εάν θέλουμε να μετρήσουμε για προληπτικούς ή θεραπευτικούς λόγους κάποιους δείκτες εκτός από της χοληστερίνης και της HDL-LDL-VLDL, αυτοί θα μπορούσαν να είναι: τα τριγλυκερίδια (τριεστέρες γλυκερόλης), η ομοκυστεΐνη (θειούχο αμινοξύ) όπου είναι ένας δείκτης καρδιαγγειακού κινδύνου-αθηρωμάτωσης και alzheimer, επίσης η CRP (μία πρωτεΐνη του αίματος) που αποτελεί δείκτη φλεγμονής και η Lp [(a) α-λιποπρωτεΐνη], η οποία συνίσταται από τις απολιποπρωτεΐνες Α & Β. Η απολιποπρωτεΐνη Α είναι συστατικό της HDL χοληστερίνης και η Β της LDL, ενώ μας δείχνουν τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου ή εμφράγματος, ακόμα και εγκεφαλικού επεισοδίου. Τα υψηλά επίπεδα Lp (a) στο αίμα, εξαρτώνται και από γονιδιακούς παράγοντες χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ανέφικτο να διαφοροποιηθούν ή να μειωθούν οι τιμές Lp (α)!
Η υπερβολική Χοληστερίνη σύμφωνα με την κινέζικη ιατρική είναι ένα Σύνδρομο Φωτιάς & Φλέγματος του ήπατος και μπορεί να αντιμετωπιστεί με τις παρακάτω οδηγίες, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιοσυγκρασία και την συνολική οργανική κατάσταση του θεραπευόμενου. Έτσι:
- Καλό θα είναι να απέχουμε από τις ζωικές πρωτεΐνες (κρέας, πουλερικά, ψάρι, αβγά, γαλακτοκομικά) για όσο χρειαστεί.
- Αποφεύγουμε την ζάχαρη και το αλκοόλ.
- Θα χρειαστεί αποτοξίνωση του ήπατος και των εντέρων (ανάλογα την περίπτωση).
- Το κριθαρόχορτο και το σιταρόχορτο συμβάλλουν επικουρικά στην αποτοξίνωση.
- Η λεκιθίνη, η χολίνη και η ινοσιτόλη είναι λιποτροπικοί παράγοντες (φυτικής προέλευσης) και συμβάλλουν ουσιαστικά, ειδικά αν υπάρχει συσσώρευση λίπους στο ήπαρ.
- Καταναλώνουμε φρούτα και λαχανικά όπως μήλα, μούρα, βερίκοκα, φλούδες εσπεριδοειδών, λάχανο, καρότα, γλυκοπατάτα κ.λπ.
- Χρησιμοποιούμε ελαιόλαδο και λάδι καρύδας στο φαγητό μας (σε μικρές ποσότητες).
- Ευεργετικοί είναι οι ξηροί καρποί όπως τα αμύγδαλα, τα καρύδια και οι κολοκυθόσποροι (όχι όμως τα έλαιά τους).
- Εξαιρετικό είναι το κόκκινο ρύζι και η ερυθρή μαγιά του (ως τροφή ή συμπλήρωμα).
- Χρήσιμη η μάσηση φλουδών βιολογικού λεμονιού 1 φορά ημερησίως (περιέχει πολικοζανόλη η οποία έχει υπολιπιδαιμική δράση).
- Βότανα όπως το γαϊδουράγκαθο, ταραξάκο, πράσινο τσάι, gugulipid κ.λπ. είναι βοηθητικά. Θέλει όμως προσοχή στην δοσολογία και την χρήση αυτών. Γιαυτό χρειάζεται παρακολούθηση από ειδικό θεραπευτή ή γιατρό.
- Λήψη προβιοτικών (συμβάλλουν στην μείωση της LDL).
- Απαραίτητο το περπάτημα και η άσκηση σε συχνή βάση.
Πηγές: https://el.wikipedia.org, Γεωργία Ταμπάκη